top of page
Search

Τζιάκομο Καζανόβα, ο καλοδιαβασμένος αχρείος

Τον ξέρουμε όλοι ως τον μεγαλύτερο εραστή και το όνομά του είναι άμεσα συνδεδεμένο με τις κατακτήσεις και την ερωτοτροπία. Αλλά ο Καζανόβα δεν καθόταν με έναν σύντροφο αγκαζέ από το πρωί μέχρι το βράδυ. Διάβαζε κιόλας. Με αφορμή τη γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου στις 14 καθώς και την Παγκόσμια Ημέρα Προφυλακτικού στις 13 Φεβρουαρίου, θα σας αφηγηθούμε την πολυτάραχη και άκρως σκοτεινή ιστορία της ζωής του Καζανόβα.



Ο Τζιάκομο Καζανόβα γεννήθηκε στη Βενετία το 1725, γόνος μιας ηθοποιού και ενός χορευτή. Πολύ γρήγορα, η μητέρα του έφυγε από το σπίτι να βρει την τύχη της αλλού και ο πατέρας του, μην μπορώντας να φροντίσει μόνο του τον Τζιάκομο και τα 5 του αδέρφια, ανέθεσε την ανατροφή του στη γιαγιά του. Το παιδί αποδείχθηκε ασθενικό και αφού τα μαγικά μιας μάγισσας δεν κατάφεραν να τον θεραπεύσουν, τον έστειλαν εσώκλειστο σε σχολή όταν ήταν εννιά χρονών.

Εκεί, με τη βοήθεια ενός πολύ ικανού δασκάλου αλλά υπό άθλιες και ανθυγιεινές συνθήκες, ο Τζιάκομο απέκτησε μια πλούσια λογοτεχνική, μουσική και φιλοσοφική παιδεία μα και την πρώτη του ερωτική επαφή με μια νεαρή έφηβο. Οι καιροί ήταν πολύ διαφορετικοί τότε και ο Τζιάκομο, σε ηλικία μόλις 12 ετών έγινε δεκτός στο Πανεπιστήμιο της Παντούα από το οποίο και αποφοίτησε στα 17 του με πτυχίο Νομικής.

Νέος, ωραίος (μμμφφφ...) και καλλιεργημένος, ο Καζανόβα γρήγορα άρχισε να ανεβαίνει στην κοινωνία και να κάνει παρέα με τους πιο επιφανείς της Βενετσιάνικης αριστοκρατίας, ενώ ταυτόχρονα ανέπτυξε και μια συμπάθεια προς τον τζόγο. Παράλληλα, είχε πολλαπλές σχέσεις με διάφορες γυναίκες από διάφορα κοινωνικά στρώματα, από υπηρέτριες μέχρι συγγενείς φίλων και γνωστών του. Οι ηλικίες αυτών των γυναικών και κοριτσιών ποικίλλαν και κάποιες από αυτές ήταν μάλιστα κορίτσια 14 χρονών. Ενώ αρχικά είχε την υποστήριξη της Καθολικής Εκκλησίας, αυτές του οι σαρκικές περιπέτειες άρχισαν να ενοχλούν πολύ κάποιους σημαντικούς ανθρώπους. Έτσι του προσκολλήθηκε ο τίτλος του Λιμπερτίνου. Παρόλο που η μητέρα του προσπάθησε να τον διορθώσει φέρνοντάς τον σε επαφή με μέλη της Εκκλησίας και παρόλο που έφτασε να γνωρίσει τον ίδιο τον Πάπα και να μπει σε σχολή για ιερείς, η φήμη του τζογαδόρου και του γυναικά του στοίχισε τη μελλοντική του καριέρα στον κλήρο και ο Καζανόβα έστρεψε την προσοχή του αλλού.

Είπε να δοκιμάσει την τύχη του στον στρατό και ταξίδεψε στη Ρώμη, στην Κεφαλλονιά και στην Κωνσταντινούπολη, πάντα αποκτώντας νέες κατακτήσεις, μα γρήγορα βαρέθηκε και το παράτησε κι αυτό. Τότε αποφάσισε να κάνει το πάθος του επάγγελμα και να γίνει επαγγελματίας τζογαδόρος. Σύντομα όμως έχασε όλα του τα υπάρχοντα και γρήγορα ζήτησε τη βοήθεια ενός παλιού του υποστηρικτή, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει την τρίτη καριέρα του ως βιολιστής.

Η ζωή του καλλιτέχνη άρεσε πολύ στον Τζιάκομο αλλά δυστυχώς δεν ήξερε που να βάλει φρένο και για άλλη μια φορά οι παράνομες και υπερβολικές του πράξεις τον έβαλαν σε μπελάδες και παραλίγο να φυλακιστεί. Οι γνώσεις του στην ιατρική αποδείχθηκαν σωτήριες, όταν έσωσε τη ζωή ενός σημαντικού Πατρικιανού από βέβαιο θάνατο αψηφώντας τη θεραπεία των γιατρών του και προτείνοντας μια δική του. Από εκείνη τη στιγμή, ο Πατρίκιος αυτός έγινε ευεργέτης του, τον πήρε στη δούλεψή του στη Βενετία να φροντίζει τις νομικές του υποθέσεις και τότε ο Τζιάκομο μυήθηκε και στην Καμπάλα.

Για τα επόμενα τρία χρόνια ο Καζανόβα ζούσε μέσα στη χλιδή και την κοκεταρία. Καμία έκπληξη όμως δεν μας κάνει πως οι αθλιότητες που έκανε σε καθημερινή βάση κυκλοφόρησαν γρήγορα και ο Καζανόβα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει άρον άρον τη Βενετία καταδιωγμένος και να καταλήξει αυτή τη φορά στην Πάρμα. Του σώθηκαν τα λεφτά και τότε ξεκίνησε μια μεγάλη, πανευρωπαϊκή τουρ που τον έφερε στο Παρίσι το 1750. Αργότερα εκείνη τη χρονιά πήγε και στη Λυόν όπου εντάχθηκε στους Μασόνους.

Γύρισε στο Παρίσι όπου συνέχισε την άσωτη ζωή του και αφού οι αρχές του Παρισιού τον έβαλαν στα κιτάπια τους, έφυγε με τον αδερφό του για τη Δρέσδη το 1752. Έγραψε ένα θεατρικό με πρωταγωνίστρια τη μητέρα του και στη συνέχεια ταξίδεψε μέχρι την Πράγα και τη Βιέννη όπου οι ηθικοί κώδικες ήταν πολύ πιο συντηρητικοί. Επέστρεψε τότε στη Βενετία όπου, με τη βοήθεια ενός κατασκόπου, οι αρχές εκεί τον συνέλαβαν για τις Καβαλιστικές του πρακτικές και τη σχέση του με τη Μασονία. Το 1755 φυλακίστηκε. Μα ούτε η φυλακή κατάφερε να τον συγκρατήσει. Με υπομονή και επιμονή και αργοσκάβοντας κάτω από το κρεβάτι του, ο Καζανόβα κατάφερε να αποδράσει, τον έπιασαν, τον φυλάκισαν και εκείνος κατάφερε να ξαναδιαφύγει, αυτή τη φορά με τη βοήθεια ενός φυλακισμένου ιερέα που άνοιξε μια τρύπα... στο ταβάνι του κελιού του!

Ο δρόμος τον οδήγησε για άλλη μια φορά στο Παρίσι όπου και βοήθησε στην οργάνωση της εθνικής λοταρίας, εργάστηκε ως ταχυδακτυλουργός, άνοιξε ένα εργοστάσιο παραγωγής μεταξιού και πηδούσε όποιο θυληκό έβρισκε μπροστά του. Παρόλα τα προηγούμενα εγκλήματά του, η Γαλλική κυβέρνηση του προσέφερε μισθό με τον όρο να γίνει Γάλλος υπήκοος, πράγμα που απέρριψε. Σύντομα, τα χρήματα από όλες αυτές τις δουλειές του τα ξόδεψε στο χαρέμι του και τα χρέη του τον έκλεισαν για άλλη μια φορά στη φυλακή. Οι ισχυροί του φίλοι συσπειρώθηκαν και τον ελευθέρωσαν τέσσερις μέρες μετά τη φυλάκισή του. Θέλοντας να ξεφύγει από τη ρετσινιά που τον ακολουθούσε παντού, ο Καζανόβα πήγε στη Κολονία και στη Στουτγάρδη όπου και ξόδεψε ότι του είχε απομείνει από την περιουσία του.

Ταξιδεύοντας εδώ κι εκεί για λίγο ακόμη καιρό, κατέληξε στην Αγγλία το 1763 ελπίζοντας να ξεκινήσει μια λοταρία και εκεί. Η ιδέα του δεν είχε καθόλου πέραση και μη μιλώντας Αγγλικά, ο Καζανόβα έβαλε μια αγγελία και βρήκε κάπου να μείνει με τη βοήθεια γυναικών, οι οποίες είχαν καταγοητευτεί μαζί του. Κατέληξε όμως να κολλήσει απανωτά αφροδίσια νοσήματα και έτσι, άφραγκος και άρρωστος έφυγε για τις Αυστριακές Κάτω Χώρες.

Έγινε καλά και για τα επόμενα τρία χρόνια ταξίδεψε παντού στην Ευρώπη, μέχρι και στη Μόσχα έφτασε και για άλλη μια φορά η ιδέα του για τη λοταρία απορρίφθηκε, αυτή τη φορά από την Αικατερίνη τη Μεγάλη.

Συνέχισε το ταξίδι του και πέρασε από τη Βαρσοβία, στο Μπρεσλάου, την Πρωσσία καταλήγοντας ξανά στη Δρέσδη. Πήγε έπειτα στο Παρίσι απ' όπου τον εξόρισε ο ίδιος ο Λουδοβίκος ο 15ος. Τώρα ο Καζανόβα είχε κακή φήμη σε όλη την Ευρώπη και είπε να πάει στην Ισπανία. Πήγε, παραλίγο να πεθάνει στη Βαρκελώνη και χωρίς να έχει καταφέρει και πολλά, επέστρεψε στη Βενετία.



Μετά από χίλια παρακάλια και μια εκστρατεία προπαγάνδας που ελάφρυνε λίγο το βαρύ κλίμα που τον περιτριγύριζε, του επετράπη η είσοδός του στη Βενετία. Μετά από χρόνια έντονης ζωής, τα σημάδια από τα αφροδίσια νοσήματα και τις κακουχίες είχαν γίνει πια έντονα στο παρουσιαστικό του. Αφιερώθηκε στη συγγραφή θεατρικών, μυθιστορημάτων και διατριβών μα ένα άρθρο του που σατίριζε τη Βενετσιάνικη αριστοκρατία τον ανάγκασε να αφήσει την πόλη αυτή και το 1785 να βρεθεί στη Βοημία και στην πόλη Ντουξ.

Εκεί έγινε βιβλιοθηκάριος και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του. Αρρωσταίνοντας διαρκώς και μην μπορώντας να κάνει πια και πολλά, ο Καζανόβα άρχισε να βαριέται και να γίνεται κακότροπος και οξύθυμος. Είπε τότε να γράψει τα απομνημονεύματά του απ' όπου και αντλούμε τις περισσότερες πληροφορίες για τη ζωή του. Πέθανε το 1798 σε ηλικία 73 ετών.


Μερικές λεπτομέρειες για τη ζωή του Τζιάκομο Καζανόβα:

- Γνώρισε και συνδιαλλέχθηκε με τον Βενιαμίν Φραγκλίνο, τη Μαντάμ Πομπαντούρ, τον Ζαν-Ζακ Ρουσώ, τον Πάπα Κλημέντιο τον 13ο και τον Βολταίρο.

- Στα απομνημονεύματά του καταγράφει αδιάντροπα τον βιασμό αμέτρητων γυναικών και πολλαπλές ασέλγειες σε παιδιά ακόμη και 9 ετών. Μάλιστα αγόρασε ένα 13χρονο κορίτσι από τη μητέρα του και το κράτησε μαζί του για τρεις μήνες όπου και ασελγούσε εις βάρος του συνεχώς.

- Εκτός από γυναίκες, ο Τζιάκομο Καζανόβα είχε πάει και με πολλούς άνδρες κάτι που δεν πρέπει να μας εκπλήσσει καθόλου, μιας και η σεξουαλικότητα εκείνον τον καιρό δεν είχε τον αυστηρό ορισμό που έχει σήμερα. Η αμφιφυλοφιλία και η ομοφυλοφιλία δεν υπήρχαν ως έννοιες τον 18ο αιώνα μ.Χ.

- Ο Καζανόβα βοήθησε τρομερά στην ανάπτυξη, στη χρήση και στη διάδωση του προφυλακτικού κι ας ήταν τότε δύσχρηστο και ογκώδες.

- Ο ίδιος λέει ότι συνολικά είχε 130 ερωτικούς συντρόφους..

- Φαίνεται πως ο Καζανόβα αγάπησε παράφορα μια γυναίκα που την αναφέρει ως Ενριέττα, χωρίς να ξέρουμε αν αυτό ήταν το πραγματικό της όνομα. Τη γνώρισε στα 20 του, όταν εκείνη ήταν φυγάς μεταμφιεσμένη σε άνδρα. Έζησαν έναν παράφορο έρωτα ώσπου μια μέρα η Ενριέττα εξαφανίστηκε αφήνοντάς τον με ένα αποχαιρετηστήριο γράμμα στο χέρι. Αλλά εκείνος δεν την ξέχασε ποτέ.


Πηγές:

- www.wikipedia.org

- allthatisinteresting.com

- www.theguardian.com

- www.historytoday.com

22 views
bottom of page